- παρεντείνω
- Α [εντείνω]τεντώνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή τεντώνω επί πλέον («ταῑς ἑπτὰ χορδαῑς δύο παρεντεινάμενον», Πλούτ.)2. α) ενισχύω επί πλέον, δυναμώνω («παρεντείνω τὴν φωνήν)β) καθιστώ κάτι σοβαρότερο, επιδεινώνω («παρεντείνει τὰς ἐντάσεις», Ρούφ.)3. παρεισάγω («παρενέτεινε τὸν Ἀναξαγόραν» — συμπεριέλαβε στον λόγο του μέρη από τις διδασκαλίες τού Αναξαγόρα, Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.